- συνερωτώ
- -άω, Α [ἐρωτῶ]1. υποβάλλω σειρά ερωτήσεων2. (λογ.) εξάγω συμπέρασμα με αλλεπάλληλες ερωτήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνερώτησις — ήσεως, ἡ, Α [συνερωτῶ] είδος συλλογισμού με σειρά από ερωτήσεις … Dictionary of Greek